πάτραθε

πάτραθε
πάτρᾱθε , πάτρηθε
from one's native land
doric (indeclform adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πάτραθε — Α επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πάτρηθε …   Dictionary of Greek

  • πάτρηθε — και πάτρηθεν και δωρ. τ. πάτραθε Α επίρρ. 1. από τη χώρα τών πατέρων, από την πατρίδα 2. από την οικογένεια ή την πατριά, από τη γενιά («Εὐξενίδα πάτραθε Σώγενες», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτρη / πάτρα «πατρίδα, χώρα τών πατέρων» + επιρρμ. κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”